- ωτοακαρίαση
- [-ις (-εως)] η вет. ушная парша (у животных)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωτοακαρίαση — η, Ν (κτην.) βλ. ωτοακαρίωση … Dictionary of Greek
ωτοακαρίωση — και ωτοακαρίαση, η, Ν (κτην.) παρασιτική νόσος τού σκύλου και τής γάτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. otacariose (< οὖς*, ὠτός «αφτί» + άκαρι + κατάλ. ωση*)] … Dictionary of Greek